- υπνώτιση
- η, Ν [υπνωτίζω]1. η πρόκληση τεχνητού ύπνου, ύπνωση2. μτφ. το να μεταβάλλει κανείς κάποιον σε άβουλο όργανό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπνώτιση — η το να υπνωτίζει κανείς κάποιον (να τον αποκοιμίζει) με τεχνητά μέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπνωτίζω — Ν 1. υποβάλλω κάποιον σε υπνώτιση 2. μτφ. κάνω κάποιον άβουλο όργανο τής θέλησης μου 3. μέσ. υπνωτίζομαι μπορεί εύκολα κάποιος να μέ υπνωτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnotizer < υπνωτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάνν … Dictionary of Greek